αμμωτό

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το τεχνολ. όργανο μέτρησης του χρόνου με τη βοήθεια της ροής λεπτόκοκκης άμμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος. Απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. sablier ή ampoulitte. Ο ελληνικός όρος πρωτοαπαντά στο Ναυτικό Ονοματολόγιο του 1858].