ελληνικός
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἑλληνικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ελλάδα και στους Έλληνες ή προέρχεται από την Ελλάδα και τους Έλληνες
2. (το θηλ. εν. ως ουσ.) η Ελληνική
η ελληνική γλώσσα
νεοελλ.
1. φρ. «Ελληνικό Σχολείο» — τριτάξιο σχολείο στο οποίο άρχιζε συστηματική διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Ελληνικά
η ελληνική γλώσσα
αρχ.-μσν.
1. ο ειδωλολατρικός, ο παγανιστικός, σε αντίθεση προς τον χριστιανικό
2. (για λέξεις και τύπους) ο καθαρά ελληνικός («οὐχ ἑλληνική λέξις»)
αρχ.
1. αυτός που ταιριάζει στον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική παράδοση
2. (για τη γλώσσα, λέξεις, τύπους κ.λπ.) ο ελληνιστικός, χαρακτηριστικός της ελληνιστικής εποχής, σε αντίθεση προς τον αττικό
3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ Ἑλληνικόν
α) το σύνολο τών Ελλήνων
β) ελληνικό στράτευμα
γ) ο ελληνικός πολιτισμός
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Ἑλληνικά
α) περιγραφή τών ιστορικών γεγονότων μιάς περιόδου στην Ελλάδα
β) η ελληνική γραμματεία.