ἀμφιετής

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ές, = foreg., Call.Del.278, Orph.Fr.232.

German (Pape)

[Seite 139] ές, dasselbe, Callim. Del. 278.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιετής: -ές, = τῷ προηγ., Καλλ. εἰς Δῆλ. 278, Ὀρφ.

Spanish (DGE)

-ές
1 de cosas anual ἀπαρχή Call.Del.278, ἑκατόμβας πέμφουσιν πάσῃσι ἐν ὥραις ἀμφιέτῃσιν Orph.Fr.232.
2 de dioses honrado anualmente epít. de Dioniso, Orph.H.53.1.

Greek Monolingual

ἀμφιετής, -ές (Α)
(για τον Διόνυσο) αυτός που εορτάζεται κάθε χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -ετής < ἔτος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιετίδαι, ἀμφιετηρίζομαι, ἀμφιετίζομαι.