ἀνέγρομαι

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

late poet. form for ἀνεγείρομαι, formed from the aor. ἀνηγρόμην, Opp.H.2.204, Q.S.5.610.

German (Pape)

[Seite 220] erwachen, praes., Opp. Hal. 2, 204; Qu. Sm. 5, 610.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέγρομαι: μεταγεν. ποιητ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἀνεγείρομαι. σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ ἀορ. ἀνηγρόμην, Ὀππ. Ἁλ. 2. 204, Κόϊντ Σμ. 5. 610.

Spanish (DGE)

despertarse νυκτὶ δὲ μοῦνον ἀνέγρεται ἠδ' ἀλάληται Opp.H.2.204, νεκρὸς δ' οὔ τι γόοισιν ἀνέγρεται Q.S.5.610, εἰς φῶς πολὺ ... ἀ. Plu.2.764e, cf. 2.75e, Luc.DMar.14.2.

Greek Monolingual

ἀνέγρομαι (AM)
ανεγείρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + έγρομαι, υστερογενής ενεστώτας του εγείρω].