ἀλεία

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ἡ, (ἄλη)

   A wandering about, AB376, Hsch.

German (Pape)

[Seite 91] ἡ, das Umherirren, VLL.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
viaje, paseo, caminata Hsch. < ἀλεία ἁλεία > ἀλεία
v. ἀλείατα.

Greek Monolingual

ἁλεία, η (Α)
η αλιεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. της λ. ἁλιεία, πρβλ. και το σχήμα ὑγιεία-ὑγεία.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλειά].