(AM βεβηλῶ, -όω) βέβηλοςκαθιστώ κάτι βέβηλο, μιαίνω, δεν σέβομαι την ιερότητά τουαρχ.-μσν.καταλύω, αθετώ («βεβηλοῡντα τὸ Σάββατον»).