Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βεβηλώνω

From LSJ

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509

Greek Monolingual

(AM βεβηλῶ, -όω) βέβηλος
καθιστώ κάτι βέβηλο, μιαίνω, δεν σέβομαι την ιερότητά του
αρχ.-μσν.
καταλύω, αθετώ («βεβηλοῦντα τὸ Σάββατον»).