Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist
(AM βεβηλῶ, -όω) βέβηλος
καθιστώ κάτι βέβηλο, μιαίνω, δεν σέβομαι την ιερότητά του
αρχ.-μσν.
καταλύω, αθετώ («βεβηλοῦντα τὸ Σάββατον»).