βατταρισμός

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ὁ,

   A stuttering, Phld. Rh.2.136S., Porph.Hist.Phil.Fr.11; also, twittering of swallows, Eust.1914.32.

German (Pape)

[Seite 439] ὁ, das Stammeln, Stottern, VLL.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 balbuceo, tartamudeo αὐτῷ τῷ βατταρισμῷ πείθον[τες τοὺς] δικαστάς Phld.Rh.2.136.
2 charlatanería Hsch.
3 gorjeo τῆς χελιδόνος Eust.1914.32.

Greek Monolingual

ο (AM βατταρισμός) βατταρίζω
το τραύλισμα
μσν.
ο τερετισμός των χελιδονιών.