τερετισμός
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ὁ, = τερέτισμα (humming, twanging, chirruping, mere sound, twittering, prattle, whistling), of flutes, trilling, Poll. 4.83, cf. Anon. Bellerm. p. 26.
German (Pape)
[Seite 1093] ὁ, das Zwitschern, Zirpen; zunächst von der Stimme der Schwalben u. der Cicaden (s. τερετίζω) dann auch vom Tone der Cithersaiten, auch vom Menschen, bes. Trillern, Präludiren, Music., Arist. probl. 19, 10.
Greek (Liddell-Scott)
τερετισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Ἀριστ. Προβλ. 19. 10, Πολυδ. Δ΄, 83.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ τερετίζω
κελάηδημα, τερέτισμα
αρχ.
(για πλαγίαυλο) γοργή εναλλαγή δύο συνεχών φθόγγων, τρίλια.