γαλάνα

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

γᾰλ-ᾱνός, Dor. for -ήνη, -ηνός. γαλαός,

   A v. γάλις.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλάνα: γαλᾱνός, Δωρ. ἀντὶ γαλην-.

French (Bailly abrégé)

dor. c. γαλήνη.

Spanish (DGE)

v. γαλήνη.

Greek Monolingual

γαλάνα, η (δωρ. τ.) (Α)
η γαλήνηφρόνημα νηνέμου γαλάνας» — για την ωραία Ελένη, σαν ιδέα γαλήνης καλοκαιρινής, Αισχ.).