βουλαίος
Greek Monolingual
βουλαῑος, -α, -ον (Α) βουλή
1. (για θεούς) αυτός που ανήκει στη Βουλή ή έχει σχέση μ' αυτήν (π. χ. «τὴν Ἑστίαν ἐπώμοσε τὴν βουλαίαν» — ορκίσου στην Εστία της οποίας το άγαλμα είναι στημένο στο Βουλευτήριο)
2. (για θνητούς) φρ. «θεῶν βουλαῑος» — εκείνος που παρευρίσκεται στα συμβούλια των θεών
3. (για ιερούς χώρους) αυτός στον οποίο συνέρχεται η Βουλή.