και βαθρακοκοίλης, ο1. αυτός που έχει εξογκωμένη κοιλιά σαν βάτραχος, κοιλαράς2. όποιος πίνει πολύ νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. βατράχι ή βάτραχος + κοιλιά].