και βυζάχτρα, η (AM βυζάστρια)αυτή που θηλάζει ξένο βρέφος, τροφός, παραμάννα.[ΕΤΥΜΟΛ. βυζάστρα < βυζάστρια < εβύζασα, αόρ. του βυζάνω. Ο τ. βυζάχτρα < εβύζαξα, αόρ. του βυζάνω].