ο (AM βαφεύς, -έως, Μ και βαφέας)αυτός που βάφει υφάσματα ή υφαντικές ύλες.[ΕΤΥΜΟΛ. Το βαφεύς < βαφή, οι δε τύποι βαφέας και βαφιάς είναι μεταπλασμένοι τ. του βαφεύς.