βόσμορον

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

τό, an Indian

   A millet, ragi, Eleusine coracana, Str.15.1.13 and 18:—also βόσμορος, ὁ, Peripl. M. Rubr.14,41.

Greek (Liddell-Scott)

βόσμορον: τό, εἶδος Ἰνδικοῦ σιτηροῦ, Στράβ. 690· ὡσαύτως βόσμορος, ὁ, ὁ αὐτ. 690.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Alolema(s): βόσπορος, ὁ D.S.2.36
bot., especie de mijo indio, Eleusine coracana Onesicritus 15, D.S.l.c., Str.15.1.13.

Greek Monolingual

βόσμορον, το και βόσμορος, ο (Α)
είδος ινδικού σιτηρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας].