αφιλοκερδής
Greek Monolingual
-ές και αφιλόκερδος, -η, -ο
αυτός που δεν αποβλέπει μόνο στο συμφέρον, ανιδιοτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φιλοκερδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου].
-ές και αφιλόκερδος, -η, -ο
αυτός που δεν αποβλέπει μόνο στο συμφέρον, ανιδιοτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φιλοκερδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου].