αφιλοκερδής

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές και αφιλόκερδος, -η, -ο
αυτός που δεν αποβλέπει μόνο στο συμφέρον, ανιδιοτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φιλοκερδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου].