ανθρακούχος

Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που περιέχει άνθρακα
2. (για έδαφος) αυτός που περιέχει κοιτάσματα γαιανθράκων, ανθρακοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανθραξ + -ούχος < έχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον Θεοδόσιο Ηλιάδη].