αὔλισις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = αὐλισμός, Ael.NA4.59.
German (Pape)
[Seite 393] ἡ, das Wohnen, Ael. N. A. 7, 59.
Greek (Liddell-Scott)
αὔλισις: -εως, ἡ, = αὐλισμός, Αἰλ. π. Ζ. 4. 59.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
séjour.
Étymologie: αὐλίζομαι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
recogida de las aves, vuelta al nido τὰς κατ' οἰκίαν αὐλίσεις Ael.NA 4.59.
Greek Monolingual
η
ο αυλισμός.