αὐλίζομαι
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
aor. 1 ηὐλισάμην always in Th., as 4.13, 6.7, cf. (κατ-) Plu. Tim.12; ηὐλίσθην always in X., as An.4.1.11, al.; both in Hdt., as 8.9 (ἐν-), 9.15: late
Afut. αὐλισθήσομαι LXX To.6.10: pf. ηὔλισμαι Arr. An.3.29.7, J.BJ1.17.5:—lie in the αὐλή or courtyard, μυκηθμοῦ… βοῶν αὐλιζομενάων Od.12.265; κλαγγὴ… συῶν αὐλιζομενάων 14.412; take up one's abode, lodge, live in a place, ἐν ἄντρῳ, of sheep, Hdt. 9.93; περὶ τὴν λίμνην, of birds, 3.110, cf. Arist.HA619a30; οἵοις ἐν πέπλοις αὐ. E.El.304; ἄδειπνος… ηὐλιζόμην passed the night, Eup.322; esp. as military term, encamp, bivouac, Hdt.8.9: Medic., of blood, lodge or settle in a place, Aret.SA2.2 (nisi leg. ἁλισθέν): metaph., τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμός LXX Ps.29(30).6.
II Act., cause to dwell, ib.Je.38(31).9, D.Chr.35.16.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. αὐλίζω LXX Ie.38.9
A intr.
I de anim. ser o estar recogido en el patio o corral βοῶν αὐλιζομενάων Od.12.265, συῶν αὐλιζομενάων Od.14.412, οἴες δὲ κατ' αὐλὰς ηὐλίζοντο Theoc.25.99.
II 1de pers. pasar la noche, pernoctar ἄδειπνος ἑσπέρας ηὐλιζόμην Eup.347, ἐν προδόμῳ θαλάμοιο ... ηὐλίζοντο (αἱ ἀμφίπολαι) A.R.3.839, διὰ κνέφας ηὐλίζοντο A.R.2.1284, περὶ τὴν βασίλειον αὐλιζόμενοι αὐλήν D.H.4.41, σήμερον αὐλισθησόμεθα παρὰ Ραγουηλ LXX To.6.11, ηὐλίζετο εἰς τὸ ὄρος τὸ καλουμένον Ἐλαιών Eu.Luc.21.37, cf. Antipho Soph.B 68, D.H.8.19, D.S.13.6, Harp., Hsch.
•fig. τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμὸς καὶ εἰς τὸ πρωὶ ἀγαλλίασις por la tarde pernoctará el llanto y a la mañana será grito de alborozo LXX Ps.29.6.
2 de un ejército acampar, vivaquear πολλῶν δὲ λεχθέντων ἐνίκα τὴν ἡμέρην ἐκείνην αὐτοῦ μείναντάς τε καὶ αὐλισθέντας después de muchas intervenciones prevaleció la opinión de permanecer allí ese día y vivaquear Hdt.8.9, αὐλισάμενος (Δημοσθένης) δὲ τῷ στρατῷ ἐν τοῦ Διὸς τοῦ Νεμείου τῷ ἱερῷ después de haber vivaqueado (Demóstenes) con el ejército en el templo de Zeus Nemeo Th.3.96, παρὰ τὸν ποταμὸν ηὐλίσθησαν acamparon junto a la orilla del río Plb.10.49.13, αὐλίζονται ... ἄνω τῆς διώρυχος Ach.Tat.3.16.1, cf. X.HG 1.6.35, Plb.2.25.4, PTeb.736.36 (II a.C.), Hld.9.8.4
•tb. de caballos, de carros (οἱ ἵπποι) ἑπταμύχου βορέαο παρὰ σπέος ηὐλίζοντο acamparon junto al antro de siete recodos de Bóreas Call.Del.65, πρὸς τὰς πύλας ηὐλίζοντο Aen.Tact.28.6.
III 1de anim. vivir, habitar ἐν δὲ ἄντρῳ αὐλίζονται Hdt.9.93, ἡ δὲ (ἡ κασίη) ἐν λίμνῃ φύεται ... περὶ δὲ αὐτὴν ... αὐλίζεται θηρία πτερωτά la canela crece en el lago, alrededor del cual habita una especie de animales alados Hdt.3.110, οὐκ ἐᾷ (ὁ ἀετός) πλησίον αὑτῶν ἄλλους αὐλισθῆναι (el águila) no deja que otras se establezcan en su territorio Arist.HA 619a30, ἐρημαίην κατὰ νῆσον ηὐλίζοντ' ὄρνιθες Ἀρήιαι A.R.3.325, οὗ ἂν πρόβατα πλεῖστα αὐλισθῇ D.Chr.35.16.
2 de pers. y personif. residir Ἄνεμοι Q.S.14.482, αὐλιζόμενος ἐν τῷ μοναστηρίῳ PLond.1724.73 (VI d.C.), cf. Hsch.
•fig. οἵοις ἐν πέπλοις αὐλίζομαι en qué vestidos habito, cómo visto E.El.304, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται LXX Ps.90.1.
3 medic. de la sangre depositarse, acumularse αὐλισθὲν ἐν κοίλῃ χώρῃ Aret.SA 2.2.9.
B tr. en v. act. hacer acampar αὐτοὺς αὐλίζων ἐπὶ διώρυγας ὑδάτων haciendo que acampen junto a arroyos de agua LXX Ie.l.c.
French (Bailly abrégé)
impf. ηὐλιζόμην, f. inus., ao. ηὐλισάμην et ηὐλίσθην, pf. ηὔλισμαι;
vivre ou camper en plein air.
Étymologie: αὖλις.
German (Pape)
dep. pass. (neben aor. med., Thuc. 3.96, 6.7; Plut. Timol. 12; Her. 8.9; Xen. An. 4.1.11 und öfter; Arr. An. 1.13.4);
im Hofe eingehegt sein und im Freien übernachten, Hom. von Rindern und Schafen, Od. 12.265; von Schweinen 14.412; vgl. Theocr. 25.99. So Her. 9.93; auch von Vögeln, 3.110. Häufig von Menschen, im Freien kampieren, Her. 9.37; Eur. El. 304; Thuc. und Folgde; Xen. Cyr. 4.6.10, wo es auch, wie an anderen Stellen, lagern sein kann; auch von der Flotte, Hell. 1.6.25; ἐπί τῶν ὅπλων ηὐλίσθησαν Pol. 8.34.
Russian (Dvoretsky)
αὐλίζομαι: размещаться на дворе, находиться под открытым небом (βόες αὐλιζόμεναι Hom.; ὄϊες κατ᾽ αὐλὰς ηὐλίζοντο Theocr.; περὶ τὴν λίμνην αὐλίζεται θηρία πτερωτά Her.; αὐ. καὶ διανυκτερεύειν Plut.): τὴν νύκτα ηὐλίσσντο Thuc. они провели ночь на открытом воздухе.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλίζομαι: ἀόρ. α΄ ηὐλισάμην, ἀείποτε παρὰ Θουκ., ὡς ἐν 4. 13., 6. 7· ηὐλίσθην, ἀείποτε παρ’ Ἡροδ.., πρβλ. 8. 9., 9. 15: - μεταγεν. μέλλ. αὐλισθήσομαι, Ἑβδ.: πρκμ. ηὕλισμαι Ἀρρ. Ἀν. 3. 29, Ἰωσήπ. Ἱουδ. Π. 1. 17, 5· πρβλ. ἐν-, ἐπ-, καταυλίζομαι; (αὐλή). Εἶμαι ἢ μένω ἐν τῇ αὐλῇ· μυκηθμόν... βοῶν αὔλίζομαι Ὀδ. Μ. 265· κλαγγή... συῶν αὐλιζομενάων Ξ 412· συχνάζω, κατοικῶ, διαμένω ἐν τινι τόπῳ, ἐν ἄντρῳ, ἐπί προβάτων, Ἡρόδ. 9. 93· περὶ τὴν λίμνην, ἐπί πτηνῶν 3. 110, πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 32, 9· οἵοις ἐν πέπλοις αὐλίζομαι Εὐρ. Ἠλ. 304· ἄδειπνος... ηὐλιζόμην, διηρχόμην τὴν νύκτα, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 28· κυρίως ὡς στρατιωτικός ὅρος, στρατοπεδεύω, καταλύω, Ἡρόδ. 8, 9: - ἐπί αἵματος σεσωρευμένου ἔν τινι τόπῳ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2. - Τὸ ἐνεργ. μόνον παρὰ τοῖς Ἑβδομ., ἀλλὰ πρβλ. ἐν-, παραυλίζω.
English (Autenrieth)
(αὐλή): only part., αὐλιζομενᾶων, being penned in, of cattle and swine. (Od.)
English (Strong)
middle voice from αὐλή; to pass the night (properly, in the open air): abide, lodge.
English (Thayer)
deponent; imperfect ηὐλιζόμην; 1st aorist ηὐλίσθην (Veitch, under the word; Buttmann, 51 (44); Winer's Grammar, § 39,2); (αὐλή); in the Sept. mostly for לוּן;
1. properly, to lodge in the courtyard especially at night; of flocks and shepherds.
2. to pass the night in the open air, bivouac.
3. universally, to pass the night, lodge: so ἐξερχόμενος ηὐλίζετο εἰς τό ὄρος, going out to pass the night he retired to the mountain; cf. Buttmann, § 147,15). (In Greek writings from Homer down.)
Greek Monolingual
(AM αὐλίζομαι και αὐλίζω)
1. διανυκτερεύω
2. στρατοπεδεύω
νεοελλ.
χρησιμοποιώ κάποιο χώρο ως αυλή
μσν.
αὐλίζω
διαμένω, κατοικώ
αρχ.
(-ομαι)
1. είμαι, βρίσκομαι στην αυλή ή στη μάντρα
2. (για το αίμα) συσσωρεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή, σε συσχετισμό με το αύλις.
ΣΥΝΘ. καταυλίζομαι
αρχ.
ἀπαυλίζομαι, εξαυλίζομαι, επαυλίζομαι, προαυλίζομαι, συναυλίζομαι.
Greek Monotonic
αὐλίζομαι: Μέσ. αόρ. αʹ ηὐλισάμην, Παθ. ηὐλίσθην· (αὐλή)· βρίσκομαι στην αυλή, λέγεται για τα βόδια, σε Ομήρ. Οδ.· περνώ τη νύχτα, διαμένω, σε Ευρ.· λέγεται για τους στρατιώτες, στρατοπεδεύω, καταλύω, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
αὐλή
to lie in the court-yard, of cattle, Od.; to pass the night, lodge, Eur.; of soldiers, to bivouac, Hdt.
Chinese
原文音譯:aÙl⋯zomai 凹利索買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:庭院(化) 相當於: (לוּן / לִין / לֵן)
字義溯源:過夜,住宿;源自(αὐλή)=場地); (αὐλή)出自(ἀήρ)=空氣),而 (ἀήρ)出自(Ἄζωτος)X*=吹,呼吸)。參讀 (ἀπολείπω)同義字
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編:
1) 住宿(2) 太21:17; 路21:37