και παπόρι, το1. ατμόπλοιο2. φρ. α) «γίνομαι βαπόρι» — εξοργίζομαιβ) «τον έκανα βαπόρι» — τον εξόργισα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vapore «ατμός, ατμόπλοιο») < λατ. vapor(-ōris) «ατμός»].