αθώωση
Greek Monolingual
η (AM ἀθῴωσις)
απαλλαγή κάποιου από κατηγορία, αναγνώριση της αθωότητάς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀθῳῶ (-όω), νεοελλ. αθωώνω].
η (AM ἀθῴωσις)
απαλλαγή κάποιου από κατηγορία, αναγνώριση της αθωότητάς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀθῳῶ (-όω), νεοελλ. αθωώνω].