ἄβρωτος, -ον (Α)1. ο ακατάλληλος για φάγωμα2. (με παθ. σημ.) αυτός που δεν φαγώθηκε, αφάγωτος3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που δεν έχει φάει, αφάγωτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + βρωτός < βιβρώσκω.