ακατάλληλος
From LSJ
Ἡ φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genus → Natur ist überlegen jedem Unterricht
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάλληλος, -ον)
αυτός που δεν προσαρμόζεται σε κάτι, δεν ταιριάζει με κάτι, ο ασύμφωνος ή ο άκαιρος, ο άτοπος
«ακατάλληλη ώρα», «ακατάλληλος υπάλληλος», «ακατάλληλη ταινία» ή «έργο» — ταινία ή έργο που δεν πρέπει να παρουσιαστεί ή να διαβαστεί, είτε λόγω ηλικίας τών θεατών ή αναγνωστών είτε γιατί το περιεχόμενο του αντίκειται στον ηθικό και νομικό κώδικα της κοινωνίας
αρχ.
ο σόλοικος, αυτός που περιέχει συντακτικό σφάλμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + κατάλληλος.
ΠΑΡ. ἀκαταλληλία, νεοελλ. ακαταλληλότητα].