απολυταρχικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. σχετικός με την απολυταρχία
2. (για ανθρώπους) τυραννικός, δεσποτικός
3. οπαδός της απολυταρχίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απολυταρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά -Λεβαδέως].
-ή, -ό
1. σχετικός με την απολυταρχία
2. (για ανθρώπους) τυραννικός, δεσποτικός
3. οπαδός της απολυταρχίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απολυταρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά -Λεβαδέως].