απολυταρχικός

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. σχετικός με την απολυταρχία
2. (για ανθρώπους) τυραννικός, δεσποτικός
3. οπαδός της απολυταρχίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απολυταρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά -Λεβαδέως].