δακτυλοθεσία

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α δακτυλοθεσία)
νεοελλ.
1. μουσ. ο δακτυλισμός
2. μουσ. ο αριθμός που σημειώνεται πάνω από τον μουσικό φθόγγο για να δείξει το δάχτυλο που θα χρησιμοποιήσει ο εκτελεστής
αρχ.
η παροχή βοήθειας.