δακτυλισμός
From LSJ
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
métr. estructura dactílica διὰ μετρικὸν δακτυλισμόν Eust.887.29, ὁ ἐν τῷ ἡρωϊκῷ μέτρῳ ἀναγκαῖος δ. Eust.989.9.
Greek Monolingual
ο
1. μουσ. η τοποθέτηση τών δακτύλων στο μουσικό όργανο και η κίνηση τους κατά την εκτέλεση του έργου
2. στρ. η μετακίνηση της ακμής του ξίφους με τον αντίχειρα και τα δύο πρώτα δάχτυλα χωρίς ν' ανοίξει η παλάμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + -ισμός. Η λ. με τη σημ. 2 μαρτυρείται από το 1872 στον Νικόλ. Πύργο].