δειματοσταγής

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ές, (στάζω)

   A reeking with horror, A.Ch.842 (leg. αἱματοσταγές).

Greek (Liddell-Scott)

δειμᾰτοστᾰγής: -ές, (στάζω) στάζων τρόμον, πλήρης τρόμου, Αἰσχύλ. Χο. 842· ἀλλ’ οἱ πλεῖστοι τῶν ἐκδοτῶν ἀπεδέξαντο τὴν τοῦ Stanley διόρθωσιν αἱματοσταγές.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
litt. qui distille la frayeur, càd terrible.
Étymologie: δεῖμα, στάζω.

Greek Monolingual

δειγματοσταγής, -ές (Α)
φρ. «ἄχθος δειματοσταγές» — βάρος που προκαλεί τρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείμα (-τος) + -σταγής < στάζω.