δεῖμα
Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an
English (LSJ)
-ατος, τό, (δέος)
A fear, δεῖμα φέρων Δαναοῖσι Il.5.682; φρένα δείματι πάλλων S.OT153 (lyr.); δ. ἔλαβέ τινα Hdt.6.74; ἐς δεῖμα πεσεῖν, ἐν δείματι κατεστάναι, Id.8.118,36; opp. θάρσος, Aen.Tact.16.3: pl., S.El.636; φόβοι καὶ δ. Th.7.80, Phld.D.1.22, etc.
II object of fear, terror, ὦ πῦρ σὺ καὶ πᾶν δ. S.Ph.927; ἐκ δείματος του νυκτέρου Id.El. 410; ἀντιπάλοις δεῖμα a terror to them, Epigr.Gr.343 (Germa): especially in plural,A.Pr.691 (lyr.), Ch.524, A.R.4.735; δειμάτων ἄχη fearful plagues or monsters, A.Ch.586 (lyr.); δεῖμα θηρῶν E.HF700 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 temor, espanto
a) gener. δεῖμα φέρων Δαναοῖσι Il.5.682, cf. Nonn.D.2.418, 44.44, δείματι ἔρειπεν Simon.38.4, δ. ... παροιχομένων Pi.I.8.12, κλέπτων δὲ θυμῷ δ. Pi.P.4.97, cf. 5.58, Fr.52u.17, Hp.Epid.7.3, Pl.R.386b, φρένα δείματι πάλλων S.OT 153, ἔκ τοι δείματος δυσγνωσίαν εἶχον προσώπου he tenido dificultad en reconocer tu rostro a causa del miedo E.El.767, οὐλομένῳ ὑπὸ δείματι A.R.4.1011, δ. καὶ τάρβος Plu.2.165d, πανικῷ δείματι κυκλωθέντες I.BI 5.93, οἱ ναῦται δείματι κατεσχέθησαν Charito 3.2.14, δ. δ' ἐνὶ φρεσὶ θῆκε θεά Orph.A.774, δείματι ... λύτο γούνατα Nonn.D.40.76, πάντων γὰρ ὑπέκλασε δ. ἀλεγεινὸν ἠνορέην Q.S.4.483, en giro prep. ἐς δεῖμα πεσόντα asustándose Hdt.8.118, ἐν δείματι ... κατεστεῶτες Hdt.8.36, εἰς ἄφραστόν τι δ. τοὺς ἐνοικοῦντας ἐμβαλόντες lanzando a los habitantes a un miedo indescriptible Hld.4.17.5, op. θάρσος Aen.Tact.16.3;
b) c. gen. obj. Κλεομένεα ... δ. ἔλαβε Σπαρτιητέων Hdt.6.74, δ. ξυμφορῆς temor a una desgracia Democr.B 215, ἀνάκτων ... δεῖμ' ἐξαίσιον el temor a los reyes es fuerte A.Supp.514, Ἐρινύων E.IT 931, Ἀίδαο A.R.3.810, ἐπεκεκώλυντο δείμασι κακῶν I.AI 18.227, τῷ Ἀγησιλάου δείματι Paus.3.10.1, c. giro prep. τὸ δεῖμα τὸ ἐκ τῆς Θίσβης el miedo causado por Tisbe Hld.5.2.5, tb. en plu. ὅπως ... ἀνάσχω δειμάτων ἃ νῦν ἔχω S.El.636, ἀφελεῖν τὰ δείματα Ar.Ra.688, φόβοι καὶ δείματα Th.7.80, Plu.2.168a, ἐπιδέχοντα<ι> δείματα Phld.D.1.22.8, δείματα ... ἀπελαύνειν ψυχῆς expulsar miedos del alma LXX Sap.17.8, ἐλπίδες ... καὶ δείματα καὶ ἄγνοιαι καὶ ἡδοναί Luc.Cont.15.
2 objeto de espanto, horror, terror οὐρανὸς ... χάλκεος, ἀνθρώπων δ. χαμαιγενέων Thgn.870, ὦ πῦρ σὺ καὶ πᾶν δ. S.Ph.927, ἐκ δείματός του νυκτέρου S.El.410, τἄλλα ... δείματος D.Chr.11.30
•c. dat. de pers. ὅπως εἴη τι δ. τοῖς κακοῖσι para que hubiese algo que atemorizase a los malvados Critias Fr.Trag.19.14, cf. E.Hec.92, ἀντ[ι] πάλοις δ. GVI 670.6 (Misia II/III d.C.), ref. a un león ἀνδράσι δ. θαρσαλέοις AP 6.220 (Diosc.)
•tb. en plu. πήματα λύματα δείματα A.Pr.691, ἔκ τ' ὀνειράτων καὶ νυκτιπλάγκτων δειμάτων A.Ch.524, πολλὰ μὲν γᾶ τρέφει δεινὰ δειμάτων ἄχη A.Ch.586, δείματα ὁρᾷ ve visiones espantosas Hp.Morb.2.72, δαιμονῶντας ἀπαλλάτουσι τῶν δειμάτων Luc.Philops.16, cf. Alex.47, Peregr.23, ref. a los suplicios del Hades AP 8.104 (Gr.Naz.)
•c. gen. subjet. δείματα θηρῶν fieras que causan espanto E.HF 700, ἄλυξεν ὑπέρβια δείματα πατρός huyó de las terribles amenazas de su padre A.R.4.735.
• Etimología: Deriv. en *-mn̥ de la r. que da lugar a δειλός, δείδω, qq.u., e.e. *du̯e-Hi̯3-.
German (Pape)
[Seite 537] τό (δείδω), Furcht, Schreck, Entsetzen; Homer einmal, Iliad. 5, 682 βῆ δὲ διὰ προμάχων κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ, δεῖμα φέρων Δαναοῖσι; – Pind. I. 7, 12 u. öfter; Thuc. 2, 102; Plat. Phaedr. 251 a u. öfter, wie Folgde; oft stehen φόβοι u. δείματα vrbdn, z. B. Thuc. 7, 80; Plat. Legg. VII, 791 c; – das Schreckbild, Orph. Arg. 929; öfter bei Tragg., z. B. Soph. El. 411; ἀνδράσι Diosc. 11 (VI, 220); dah. auch = das Ungeheuer, Aesch. Ch. 481; Eur. Herc. Fur. 200; Opp. H. 5, 24.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 crainte, frayeur;
2 objet d'effroi, épouvantail, objet d'horreur.
Étymologie: δείδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεῖμα -ατος, τό [~ δείδω] vrees, angst:. δείματι πάλλων van angst sidderend Soph. OT 153. schrikbeeld:. ἐκ δείματός του νυκτέρου ten gevolge van een of ander nachtelijk schrikbeeld Soph. El. 410.
Russian (Dvoretsky)
δεῖμα: ατος τό
1 боязнь, страх, ужас (δ. φέρειν τινί Hom.; περὶ δείματι φεύγειν τινά Pind.; ἐς δεῖμα πεσεῖν Her.; φόβοι καὶ δείματα Thuc., Plat.; δεῖμα καὶ τάρβος Plut.): δείματός τι μέρος ἔχειν Soph. быть подверженным страху;
2 предмет страха (δ. τοῦ νυκτέρου Soph. и δείματα νυκτερινά Plut.);
3 страшилище: δεινὰ δειμάτων ἄχη Aesch. и δείματα θηρῶν Eur. страшные звери, чудовища.
Greek (Liddell-Scott)
δεῖμα: τό, (δείδω) φόβος, τρόμος, κατάπληξις, δεῖμα φέρων Δαναοῖσι Ἰλ. Ε. 682· δείματι πάλλων Σοφ. Ο. Τ. 153· δεῖμα λαμβάνει τινὰ Ἡρόδ. 6. 74· ἐς δεῖμα πεσεῖν, ἐν δείματι κατεστάναι ὁ αὐτ. 8. 118, 36· ―πλ., Σοφ. Ἠλ. 626, Ο. Τ. 294· φόβοι και δ. Θουκ. 7. 80, κτλ. ΙΙ. ἀντικείμενον φόβου, τρόμος, κατάπληξις, ὦ πῦρ σὺ καὶ πᾶν δ. Σοφ. Φ. 927· ἐκ δ. τοῦ νυκτέρου ὁ αὐτ. Ἠλ. 410· ἀντιπάλοις δ., Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 343· ― ἰδίως κατὰ πληθ., Αἰσχύλ. Πρ. 691, Χο. 524· δειμάτων ἄχη, τρομεραὶ πληγαὶ ἢ τέρατα, αὐτ. 586· δείματα θηρῶν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 700· πρβλ. νυκτίφοιτος.
English (Autenrieth)
English (Slater)
δεῖμα fear κλέπτων δὲ θυμῷ δεῖμα (P. 4.97) κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον (P. 5.58) ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν (Benedictus: παροιχομένων codd., Π.) (I. 8.11) δεί]ματι σχόμεναι φύγον[ (supp. Lobel) (Pae. 20.17)
Greek Monolingual
δεῖμα, το (Α)
1. φόβος, τρόμος («δεῖμα φέρων Δαναοῖσι» — προκαλώντας τρόμο στους Δαναούς)
2. ό,τι προκαλεί φόβο, φόβητρο («ἐκ δείματος τοῦ νυκτέρου» — από τον νυχτερινό εφιάλτη)
3. φρ. «δειμάτων άχη» — τρομερές συμφορές (ή τέρατα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δFεῖ-μα, ρηματικό παράγωγο του δείδω.
ΠΑΡ. αρχ. δειμαίνω, δειμαλέος, δειματηρός, δειματίας, δειματόεις, δειματώδης
αρχ.-μσν.
δειματώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. δειματοποιός, δειματοσταγής·
Greek Monotonic
δεῖμα: -ατος, τό (δείδω),
I. φόβος, τρόμος, κατάπληξη, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
II. φόβητρο, σκιάχτρο, αντικείμενο του φόβου, τρόμος, φρίκη· ὦπῦρ σὺ καὶ πᾶν δ., σε Σοφ.· ιδίως στον πληθ., δειμάτων ἄχη, φοβερές επιδημίες, μάστιγες ή τέρατα, σε Αισχύλ.· δείματα θηρῶν, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: fear (Il.).
Derivatives: δειμαλέος timid ([Arist.] Phgn., Mosch.; cf. θαρσαλέος, σμερδαλέος etc.), δειματόεις (AP), δειματηρός (A. D.), δειματώδης (Aret.), Δειματίας surname of Zeus (D. H.), Δείμας PN (cf. Schwyzer 526 n. 5). Denomin. δειμαίνω be afraid (h. Ap.), δειματόομαι, -όω get, make frightened ' (Hdt.) with δειμάτωσις. - Often personified Δεῖμος Fear (Il.)
Origin: IE [Indo-European] [227] *duei- fear
Etymology: From *δϜεῖ-μα, to δείδω.
Middle Liddell
δείδω
I. fear, affright, Il., Hdt., Attic
II. an object of fear, a terror, horror, ὦ πῦρ σὺ καὶ πᾶν δ. Soph.: especially in plural, δειμάτων ἄχη fearful plagues or monsters, Aesch.; δείματα θηρῶν Eur.
Frisk Etymology German
δεῖμα: {deĩma}
Grammar: n.
Meaning: Furcht, Schreck (vorw. ep. poet. seit Il.; vgl. Porzig Satzinhalte 267, 278f.).
Derivative: Ableitungen: δειμαλέος furchtsam, furchtbar ([Arist.] Phgn., Mosch. u. a.; vgl. θαρσαλέος, σμερδαλέος usw.), δειματόεις (AP), δειματηρός (A. D.), δειματώδης (Aret.), Δειματίας Bein. d. Zeus (D. H.), Δείμας EN (vgl. Schwyzer 526 A. 5). Älter sind die Denominativa: δειμαίνω nur im Präsensstamm ‘(sich) fürchten’ (seit h. Ap.), δειματόομαι, -όω erschrecken bzw. in Furcht setzen (Hdt., A. usw.) mit δειμάτωσις. — Neben δεῖμα steht das meistens personifizierte Δεῖμος der Schrecken (Il. u. a.; neben Φόβος, Ἔρις usw.; vgl. Chantraine Formation 182, Schwyzer-Debrunner 37, Porzig 283).
Etymology: Aus *δϝεῖμα, Verbalabstraktum zu δείδω, s. d.
Page 1,357
Translations
fear
Afrikaans: vrees; Albanian: frikë, druaj; Amharic: ፍርሃት; Arabic: خَوْف, وَهَل; Egyptian Arabic: خوف; Moroccan Arabic: خوف, خْلعة; Armenian: վախ, երկյուղ, ահ; Assamese: ভয়; Asturian: mieu; Azerbaijani: qorxu; Bashkir: ҡурҡыу; Basque: herstura; Bats: ჴერლʻომ; Belarusian: страх, баязнь, боязнь, боязь; Bengali: ভয়, ডর, ত্রাস; Breton: aon; Bulgarian: страх, боязън, опасение; Burmese: ဘယာ; Catalan: por, paüra, basarda, temor; Cebuano: hadlok; Cherokee: ᎤᎾᏰᎯᏍᏗ; Chinese Mandarin: 恐怖; Cantonese: 恐懼; Classical Chinese: 惧; Cimbrian: dabòrte; Czech: strach, bázeň, obava; Danish: angst, frygt; Dutch: angst, vrees; Esperanto: timo; Estonian: hirm, kartus; Even: ҥэл-; Evenki: ӈэлэтчэми; Extremaduran: mieu; Faroese: ótti, ræðsla, angist, bangilsi; Finnish: pelko, kammo; French: peur, crainte; Friulian: pôre, timôr; Galician: medo, receo, temor; Georgian: ზარი, შიში; German: Angst, Bange, Schreck, Furcht; Alemannic German: Angscht, Engschti; Gothic: 𐌰𐌲𐌹𐍃, 𐍆𐌰𐌿𐍂𐌷𐍄𐌴𐌹; Greek: φόβος; Ancient Greek: δεῖμα, δέος, ἔκπληξις, ὄκνος, ὀρρωδία, ὀρρωδίη, πτόησις, πτοίησις, τάρβος, τρόμος, φόβος; Hawaiian: makaʻu; Hebrew: פָּחַד; Higaonon: haduk; Hiligaynon: hadlok; Hindi: डर, भय, ख़ौफ़, खौफ, सहम; Hungarian: félelem; Icelandic: hræðsla, beygur, ótti; Indonesian: takut; Interlingua: timor, pavor; Irish: eagla; Istriot: tamur, pagura; Italian: paura, timore; Japanese: 恐れ, 恐怖; Javanese: wedi; Kannada: ಭಯ, ಹೆದರಿಕೆ; Kashubian: strach; Kazakh: қорқыныш, үрей; Khmer: សេចក្ដីខ្លាច; Korean: 공포(恐怖), 겁; Kurdish Central Kurdish: ترس; Northern Kurdish: tirs; Kyrgyz: коркунуч, коркуу; Ladino: espanto, ispantu, temor; Lao: ຫວາດ, ຄວາມຢ້ານ, ຄວາມກົວ; Latgalian: baime, baile; Latin: timor, metus, pavor; Latvian: bailes, bažas; Ligurian: poîa, póia; Lithuanian: baimė, bijojimas; Low German: Furcht; Luxembourgish: Angscht, Fuercht; Macedonian: страв; Malay: ketakutan, takut; Malayalam: ഭയം, പേടി; Maltese: biża; Manx: aggle; Maore Comorian: fazaa 9, trisidzo; Marathi: भीती; Middle English: fer, ferd; Mirandese: miedo; Mongolian: аймшиг; Nanai: нгэлэ-; Nepali: डर, भय, त्रास; Ngazidja Comorian: uhara; Norwegian Bokmål: frykt, redsel, redsel; Occitan: paur; Old Church Slavonic Cyrillic: страхъ, боꙗзнь; Glagolitic: ⱄⱅⱃⰰⱈⱏ; Old East Slavic: страхъ; Old English: eġe; Old French: peor; Old Javanese: wĕdi; Old Norse: ótti, hræðsla, uggr; Old Occitan: paor; Oriya: ଡର; Oromo: sodaa; Ossetian: тас; Pashto: ډار; Persian: ترس, بیم, هراس, خوف; Plautdietsch: Forcht; Polabian: stroch; Polish: strach, niepokój, bojaźń; Portuguese: medo, temor, receio; Romanian: frică, teamă; Romansch: tema; Russian: страх, боязнь, опасение; Rusyn: страх; Sanskrit: भय; Sardinian: timoria; Scottish Gaelic: eagal, uabhas, oillt; Serbo-Croatian Cyrillic: стра̑х, бо̏ја̄зан; Roman: strȃh, bȍjāzan; Sicilian: paura, pagura; Sinhalese: බය; Slovak: strach, obava; Slovene: strah, bojazen; Sorbian Lower Sorbian: tšach; Upper Sorbian: trach; Spanish: miedo, temor, pavor, pavura; Svan: მაყალ; Swahili: woga, hofu; Swedish: skräck, rädsla; Sylheti: ꠒꠞ; Tagalog: takot; Tajik: тарс, ҳарос, ваҳм, хавф; Tamil: பயம்; Tatar: курку; Telugu: భయము; Tetum: ta'uk; Divehi: ބިރުވެރިކަމަކީ; Thai: ความกลัว; Tibetan: ཞེད་སྣང; Tocharian B: īwate, parskalñe; Turkish: korku; Turkmen: gorky, heder; Ukrainian: страх, боязнь, ляк; Urdu: ڈر, خوف, بھی; Uyghur: قورقۇش; Uzbek: qoʻrquv, doʻq; Vietnamese: sự khiếp đảm, sự sợ hãi; Volapük: dred; Walloon: paw, peu; Welsh: ofn; White Hmong: ntshai; Yiddish: שרעק, מורא; Yoruba: ẹ̀rù