δείνωμα

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A exaggerated view, τὸ δ. τῶν κριτῶν Phld.Rh.1.286S.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
exageración, opinión exagerada τῶν κριτῶν Phld.Rh.1.286.

Greek Monolingual

δείνωμα, το (AM) (Μ και δείνωμαν) δεινώ
μσν.
η σοβαροποίηση
αρχ.
εξογκωμένη, υπερβολική άποψη.