ἄκλοπος

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A not guilty of peculation, Cat.Cod.Astr.1.100 (V A. D.).    II not furtively concealed, ἄγκιστρον Opp.H.3.532.

German (Pape)

[Seite 74] unverstohlen, unversteckt, ἄγκιστρον Opp. H. 3, 532; – nicht gestohlen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκλοπος: -ον, ὁ μὴ κλαπείς, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς δελεασμὸν ἢ ἀποπλάνησιν, ὁ αὐτ. ΙΙΙ. ὁ μὴ λάθρᾳ ὑποκεκρυμμένος, ἄγκιστρον, Ὀππ. Ἁλ. 3. 532.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no roba, íntegro, no ladrón Serapio en Cat.Cod.Astr.1.100, Gr.Naz.M.37.1478.
2 que no puede robarse, seguro λόγος ... κτέαρ ἄ. Gr.Naz.M.37.1533, φρένας ἄκλοπος Gr.Naz.M.37.1307.
II no furtivo, no oculto (ἄγκιστρον) γυμνόν τε καὶ ἄκλοπον Opp.H.3.532.

Greek Monolingual

ἄκλοπος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον κλέψει
2. έντιμος, ευθύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -κλοπος < κλέπτω.