έντιμος

From LSJ

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔντιμος, -ον)
Ι. αυτός τον οποίο τιμούν και επαινούν
νεοελλ.
1. ευσυνείδητος, αυτός που έχει προσωπική τιμή και ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες της («έντιμος πολίτης», «έντιμος δικαστικός»)
2. εκείνος που γίνεται σύφωνα με τις υπαγορεύσεις της τιμής («έντιμη συμπεριφορά»)
3. το αρσ. ως ουσ. ο έντιμος
κολεόπτερο έντομο χαλκοπράσινου χρώματος
αρχ.-μσν.
πολύτιμος
αρχ.
1. επαινετικός, τιμητικόςλόγος ἐντιμος λεγόμενος»)
2. αξιωματούχος
3. (για νόμισμα) γνήσιο, που γίνεται δεκτό στις συναλλαγές.
επίρρ...
έντιμα και εντίμως (AM ἐντίμως)
με τιμή, με εντιμότητα
νεοελλ.
φρ. «σού το λέω εντίμως» — σε διαβεβαιώνω με τον λόγο της τιμής μου
αρχ.
φρ.
1. «ἐντίμως ἄγω τινά» — εκτιμώ κάποιον
2. «ἐντίμως ἔχω» — είμαι έντιμος, μέ τιμούν.