δευτερόφωνος

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ον,

   A speaking after one, of Echo, Nonn.D.2.119.

German (Pape)

[Seite 554] ἠχώ, zum zweiten, nachtönend, Nonn. D. 2, 119.

Greek (Liddell-Scott)

δευτερόφωνος: -ον, ὁ φωνῶν μετά τινα, ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Νόνν. Δ. 2 119.

Spanish (DGE)

-ον que suena por segunda vez Ἠχώ Nonn.D.2.119.

Greek Monolingual

δευτερόφωνος, -ον (Α)
(για την ηχώ) αυτός που μιλάει μετά από κάποιον άλλο.