δρακοντοειδής

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ές,

   A snake-like, ὄφεις δ. τὴν κεφαλήν Peripl.M.Rubr.55. Adv. -δῶς, ῥεῖν to have a serpentine course, Str. 9.3.16.

German (Pape)

[Seite 664] ές, drachen-, schlangenartig, Sp. – Adv., δρακοντοειδῶς καὶ σκολιῶς ῥεῖν, von Schlangenwindungen eines Flusses, Strab. IX, 424.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾰκοντοειδής: -ές, ὅμοιος δράκοντι· ἐπίρρ. δρακοντοειδῶς ῥεῖν, ἔχει ῥοῦν ὀφιοειδῆ, Στράβ. 424.

Spanish (DGE)

-ές
1 semejante a una serpiente, serpentinode ciertas anguilas ὄφεις ... βραχύτεροι καὶ δρακοντοειδεῖς τὴν κεφαλήν Peripl.M.Rubri 55, Ἄμμων Ps.Callisth.2.4E, cf. Cat.Cod.Astr.8(1).195.3, ἡ παρεγκεφαλίς Hippol.Haer.5.17.11
crist. del demonio, Basil.M.31.1681B
en diversas sectas crist., de ciertos poderes celestiales favorables εἶναι δρακοντοειδῆ τὸν ἄρχοντα τὸν κατέχοντα τὸν κόσμον entre los gnósticos, Epiph.Const.Haer.26.10.8, entre los ofitas, Hippol.Haer.5.17.11, cf. Origenes Cels.6.30
propio de la serpiente τὰ δρακοντοειδῆ συρίγματα Epiph.Const.Haer.30.25.4.
2 adv. -ῶς a la manera de una serpiente, de modo serpenteante de la corriente del Cefiso (ῥέει) σκολιῶς καὶ δ. Theopomp.Hist.385, τὸ δὲ πνεῦμα δ. περὶ τὸ ᾠὸν ... περισφίγγειν ... τὴν φύσιν Epiph.Const.Haer.8.1.2.

Greek Monolingual

-ές (AM δρακοντοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με δράκοντα, με φίδι.