φίδι

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203

Greek Monolingual

το / φίδιν, ΝΜ, και παλ. εσφ. τ. φείδι Ν
συν. στον πληθ. τα φίδια
ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία της τάξης ερπετών οφίδια, η οποία περιλαμβάνει 2.700 είδη, συγγενικά με τις σαύρες και τα αμφισβαίνια και ευρέως διαδεδομένα, ιδίως στις θερμές περιοχές της Γης
νεοελλ.
1. μτφ. ύπουλος, κακεντρεχής άνθρωπος
2. φρ. α) «φίδι κολοβό» — πολύ πονηρός και ύπουλος άνθρωπος
β) «μέ ζώσανε [ή ζώστηκα] τα φίδια» — άρχισα να κυριεύομαι από αγωνία και ανησυχία
γ) «βγάζω το φίδι από την τρύπα» — αναλαμβάνω το δυσκολότερο και πιο επικίνδυνο μέρος μιας ενέργειας
δ) «μαύρο φίδι που σέ έφαγε» — θα πάθεις ή έπαθες μεγάλο κακό
ε) «το φίδι θωρείς και τον συρμό γυρεύεις» — λέγεται για εκείνους που ζητούν να βγάλουν συμπεράσματα από εικασίες, ενώ βρίσκονται προ τετελεσμένων γεγονότων
στ) «νομισματικό φίδι»
(οικον.) νομισματικό σύστημα καθορισμού τών ισοτιμιών τών εθνικών νομισμάτων τών χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θεσπίστηκε το 1972 και αντικαταστάθηκε το 1979 από το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα
4. παροιμ. «φίδι φύλα τον χειμώνα, να σέ φάει το καλοκαίρι» — λέγεται για εκείνους που ανταποδίδουν κακό στο καλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. φίδιν < αρχ. ὀφίδιον, υποκορ. του ὄφις «φίδι», με σίγηση του αρκτικού άτονου -ο-].