δονακεύομαι

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

   A fowl with reed and birdlime, AP9.264 (Apollonid. or Phil.).

German (Pape)

[Seite 656] ion. u. ep. δουν., mit Rohr, d. i. Leimruthen fangen, Apollonds. 25 (IX, 264).

Greek (Liddell-Scott)

δονακεύομαι: ἀποθ., συλλαμβάνω (πτηνὰ) δι' ἰξωμένων καλάμων, μὲ ἰξόβεργα, Ἀνθ. Π. 9. 264.

Greek Monolingual

δονακεύομαι (Α)
πιάνω πουλιά με ξόβεργα.