δυσαγής

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ές, (ἅγος)

   A impious, opp. εὐαγής, Man.5.180, Poll.1.33.

German (Pape)

[Seite 674] ές, mit schwerer Schuld behaftet, gottlos; Man. 5, 179; Poll. 1, 33.

Greek (Liddell-Scott)

δυσᾰγής: -ές, (ἄγος) ἀσεβής, ἀντίθ. εὐαγής, Μανέθων 5. 180.

Spanish (DGE)

-ές
impío de pers., op. εὐαγής Poll.1.33, ἔθνη τὰ δυσαγέστατα Cels.Phil.7.62, δυσαγῆ ... ἔνθεον Ἄττιν Man.5.180
subst. τὰ φίλα πράττειν τῷ δυσαγεῖ (τῷ Λικιννίῳ) πεπεισμένοι (οἱ κόλακες) convencidos (los aduladores) de estar haciendo lo que agradaba al impío (Licinio) Eus.HE 10.8.17
no de pers. πόλεμος Eus.HE 10.8.3, πορνεία Anon.V.Thecl.18.37, μιαρὰ καὶ δυσαγῆ ἀποτελέσματα Anon.V.Thecl.22.19.

Greek Monolingual

δυσαγής, -ές (Α)
ασεβής.