Dor. for δυσημ-.
[Seite 675] ἡ, dor. = δυσημερία.
δυσᾱμερία: Δωρ. ἀντὶ δυσημ-.
dor. c. δυσημερία.
v. δυσημερία.
δυσαμερία, η (Α)θλιβερή μέρα.