διύλισμα

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A filtered or clarified liquor, Gal.12.836.

German (Pape)

[Seite 644] τό, das Durchgeseihte, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

διύλισμα: τό, ὑγρὸν ἐκ διυλίσεως προελθόν, καθαρισθέν, «λαγαρισθέν», Γαλην. 13, 468.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
líquido filtrado o colado Gal.12.836, Ps.Democr.p.41.

Greek Monolingual

το (AM διύλισμα)
το καθαρό υγρό που προέρχεται από διύλιση.