διύλιση
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
Greek Monolingual
η (AM διύλισις)
ο καθαρισμός υγρού με διήθηση ή απόσταξη
νεοελλ.
ο καθαρισμός ή εξευγενισμός μιας πρώτης ύλης για να παραληφθούν χρήσιμα προϊόντα.