δημηγορώ

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM δημηνορῶ, -έω) δημηγόρος
1. αγορεύω σε λαϊκή συγκέντρωση, μιλάω μπροστά στον λαό
2. μιλώ παραπλανητικά, αγορεύω δημαγωγικά
αρχ.
(μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τα δεδημηγορημένα
οι δημόσιες αγορεύσεις.