συγκέντρωση

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source

Greek Monolingual

η / συγκέντρωση, -ώσεως, ΝΑ
νεοελλ.
1. συνάθροιση πολλών ανθρώπων ή πραγμάτων σε ένα μέρος, σύναξη (α. «την Πέμπτη θα γίνει συγκέντρωση διαμαρτυρίας για τα νέα μέτρα» β. «μόλις γίνει η συγκέντρωση τών στοιχείων, θα παραπεμφθεί σε δίκη»)
2. συσσώρευση, σώριασμα
3. ολοκληρωτική προσήλωση σε κάτι, αποκλειστική ενασχόληση με κάτι («απαιτείται συγκέντρωση για να λυθεί αυτό το πρόβλημα»)
4. (κοινων.) διαδικασία που παρατηρείται στα αστικά κέντρα και κυρίως στις μεγαλουπόλεις και κατά την οποία ομοειδείς λειτουργίες και υπηρεσίες τείνουν να συγκεντρώνονται στον ίδιο χώρο, όπως είναι το εμπορικό κέντρο, το διοικητικό κέντρο κ.ά
5. χημ. η ποσότητα ενός σώματος ή η ποσότητα συστατικού ενός διαλύματος που συνδέεται με ορισμένη ποσότητα του διαλύματος ή του διαλύτη, η περιεκτικότητα ενός διαλύματος σε μια ουσία
6. (οικον.) η τάση προς αύξηση του μέσου μεγέθους τών επιχειρήσεων, που εκδηλώνεται με τη χρησιμοποίηση μεγαλύτερης ποσότητας κεφαλαίων και ανθρώπινου δυναμικού για την παραγωγή μεγαλύτερης ποσότητας προϊόντων
7. φρ. α) «ελευθερία συγκεντρώσεων»
(συνταγμ. δίκ.) θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα τών πολιτών κάθε κράτους δικαίου, κατά το οποίο οι πολίτες μπορούν να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα
β) «κάθετη συγκέντρωση»
(οικον.) τάση τών επιχειρήσεων να επεκτείνουν το πεδίο δραστηριότητάς τους στα διάφορα στάδια παραγωγής και πώλησης ενός και του ίδιου προϊόντος
γ) «οριζόντια συγκέντρωση»
(οικον.) τάση τών επιχειρήσεων να επεκτείνουν το πεδίο δράσεως τους σε ένα και το ίδιο στάδιο της παραγωγής
δ) «συγκέντρωση κεφαλαίου»
(οικον.) ι) διεργασία κατά την οποία η ίδια τράπεζα αποκτά τον έλεγχο διαφόρων εταιρειών ή μια ιθύνουσα εταιρεία τον έλεγχο πολλών θυγατρικών εταιρειών
ii) (κατά τη μαρξιστ. θεωρία) η αύξηση τών διαστάσεων του κεφαλαίου ως αποτέλεσμα συσσώρευσης της παραγόμενης υπεραξίας
ε) «συγκέντρωση παραγωγής»
(οικον.) διεργασία κατά την οποία οι διαστάσεις τών επιχειρήσεων αυξάνονται, ενώ ο αριθμός τους μειώνεται συνεχώς
αρχ.
(ως αστρονομικός όρος) τοποθέτηση τών κέντρων διαφόρων σωμάτων ώστε να συμπίπτουν, ιδίως σύμπτωση τών κέντρων του ηλίου και δοθέντος αστέρα, δηλ. όταν το κέντρο του Ηλίου βρίσκεται στο σημείο εκείνο της εκλειπτικής, το οποίο ανατέλλει, δύει ή μεσουρανεί, σε σύμπτωση με την ανατολή, τη δύση ή το μεσουράνημα ενός αστέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κέντρον, μέσω ενός αμάρτυρου στην Αρχαία ρ. συγκεντρῶ].