δικέφαλος

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ον,

   A two-headed, ib.540b3, GA770a24, Paul.Aeg.3.76; δράκων D.C.50.8.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκέφᾰλος: -ον, ὁ δύο κεφαλὰς ἔχων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5.4, π.Ζ. Γεν. 4.4,6.

Spanish (DGE)

-ον
bicéfalo ὄφις Arist.HA 540b3, GA 770a24, del perro Orto, Apollod.2.106, δράκων D.C.50.8.4, τὸ κυόμενον Paul.Aeg.3.76.1, ἄνθρωποι Ps.Callisth.13.5E, s. cont. IG 11(2).154B.51 (III a.C.)
fig. ἡ δ. ἀλώπηξ dicho de Severo Antioqueno por admitir la duplicidad de personas en Cristo, Eust.Mon.Ep.972
medic. dicéfalo de un tumor con dos prominencias Cass.Fel.35.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δικέφαλος, -ον)
αυτός που έχει δύο κεφάλια
νεοελλ.
1. φρ. «δικέφαλος μυς» — ονομασία δύο μυών που εκφύονται με δύο τένοντες ή δύο κεφαλές
2. το αρσ. ως ουσ. ο δικέφαλος
ο δικέφαλος αετός, το κατ' εξοχήν βυζαντινό σύμβολο.