διακερματίζομαι

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

   A get changed into small coin, δραχμήν Ar.V.789.

Spanish (DGE)

(διακερμᾰτίζομαι)
• Morfología: [act. tard. Gr.Nyss.Eun.2.180]
1 cambiar en calderilla (δραχμήν) Ar.V.789.
2 fragmentar, hacer pedazos en v. pas. (ὁ χρυσός) κἂν εἰς πολλοὺς διακερματίζηται τύπους Gr.Nyss.Tres dei 53.16
fig. τὴν ἐπίνοιαν ἡμῖν ὁ σοφὸς διακερματίσας Gr.Nyss.l.c.

Greek Monolingual

διακερματίζομαι (Α)
μετατρέπω νόμισμα σε άλλα μικρότερα ίσης συνολικής αξίας, κάνω ψιλά, «χαλάω».