ἐγκατασφάττω

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

   A slaughter in, τὸν υἱὸν τῷ κόλπῳ Plu.Dem.31:—also ἐγκατα-σφάζω, γονέων ἐν ὄμμασι καὶ κόλποις τέκνα D.S.35.12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατασφάττω: σφάζω ἐντός, ἐγκατέσφαξεν αὐτοῦ τῷ κόλπῳ τὸν υἱὸν Πλουτ. Δημ. 31.

French (Bailly abrégé)

c. ἐγκατασφάζω.

Greek Monolingual

ἐγκατασφάττω και -άζω (Α)
σφάζω κάποιον μέσα σε κάτι.