εἰκότως επίρρ. (Α)1. κατά πάσαν πιθανότητα2. σωστά, δίκαια3. εύλογα4. είναι λογικό ή σωστό (συχνά σε συνεκφορά με το έχω) («σθένειν τὸ θεῑον μᾱλλον εἰκότως ἔχει», Ευρ.).