συνεκφορά
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
English (LSJ)
ἡ,
A public funeral, Aen.Tact.17.1.
II uttering together, D.H.Comp.22.
German (Pape)
[Seite 1013] ἡ, das gemeinschaftliche Heraustragen, bes. – a) gemeinschaftliches Begraben. – b) das Zusammenaussprechen, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκφορά: ἡ, τὸ ἐκφέρειν ὁμοῦ εἰς ταφήν, τὸ συνοδεύειν κηδείαν, Αἰν. Τακτ. 17. ΙΙ. τὸ ἐκφέρειν ἢ προσφέρειν ὁμοῦ, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14, σ. 166.
Greek Monolingual
η, ΝΑ συνεκφέρω
η συμπροφορά του τελικού και του αρχικού φθόγγου δύο διαδοχικών λέξεων κατά τρόπο που να καταργείται το κενό το οποίο θα έπρεπε φυσιολογικά να υπάρχει μεταξύ τους π.χ. τον ήλιο: ο νήλιος («οὐ προτάττεται τὸ σ τοῦ ξ κατὰ συνεκφορὰν τὴν ἐν μιᾷ συλλαβῇ γινομένην», Διον. Αλ.)
αρχ.
κοινός ενταφιασμός («περὶ τὰς... συνεκφορὰς τῶν τελευτησάντων», Αιν.).