διπλοπρόσωπος

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει δύο πρόσωπα, όψεις
2. διπρόσωπος, ανειλικρινής, άστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικό Γαλλικής Γλώσσης του Γρηγορ. Γ. Ζαλίκογλου].