διπλοπρόσωπος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που έχει δύο πρόσωπα, όψεις
2. διπρόσωπος, ανειλικρινής, άστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικό Γαλλικής Γλώσσης του Γρηγορ. Γ. Ζαλίκογλου].
-η, -ο
1. αυτός που έχει δύο πρόσωπα, όψεις
2. διπρόσωπος, ανειλικρινής, άστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικό Γαλλικής Γλώσσης του Γρηγορ. Γ. Ζαλίκογλου].