διπρόσωπος
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
διπρόσωπον,
A two-faced, ἄγαλμα Hdn.1.16.2; ποτήριον, σκάφιον, IG11(4).1308, 1309 (Delos, ii B. C.).
2 ambiguous, Luc.JTr.43.
3 Gramm., denoting two persons, A.D.Pron.17.1, 110.24.
4 διπρόσωπος, ἡ, name of a plaster, Gal.11.127.
Spanish (DGE)
-ον
I 1pintado o decorado por ambas caras de puertas y ventanas παράθυροι PMich.Zen.38.11 (III a.C.), (θυρίδες) PCair.Zen.764.3 (III a.C.)
•de textiles tejido o con dibujo por ambas caras στρωμάτιον PCair.Zen.241.4 (III a.C.), ταπήτια PMich.680.10 (III/IV d.C.), σάγοι Eust.1057.8.
2 de dos caras, de dos rostros del dios Jano y sus representaciones Ἰανὸν ... διπρόσωπον ... τὸ μὲν ὀπίσω τὸ δ' ἔμπροσθεν ἔχοντα πρόσωπον Draco en Ath.697d, cf. Plu.2.269a, τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἰανοῦ Procop.Goth.1.25.21, cf. Hdn.1.16.2, de Simón el mago εἰς αἶγα μεταμορφοῦται, δ. γίνεται Hom.Clem.2.32, cf. Clem.Epit.A 33.2, de animales legendarios ζῷα διπρόσωπα καὶ τρικάρηνα καὶ πολυκέφαλα Leont.H.Nest.M.86.1572C
•de copas con dos caras o rostros gener. de dioses, pintados en el fondo ποτήριον IG 11(4).1308.7 (III a.C.), σκάφιον IG 11(4).1307.20 (II a.C.), φιάλη ID 1442A.65 (II a.C.).
3 farm. de dos aspectos ref. a fármacos que presentan diferencias de coloración por sedimentación de algunos de sus componentes, Gal.12.839, 11.127, Aët.8.16.
II en sent. abstr.
1 de doble interpretación, ambiguo (χρησμός) ἀμφήχης ... καὶ δ. Luc.ITr.43
•en sent. moral τοῦτο διπρόσωπον, ἀλλὰ τὸ ὅλον πονηρόν ἐστιν T.Aser 2.2, cf. T.Dan.4.7
•en sent. neg. hipócrita, con doblez (ἄνδρες) op. μονοπρόσωπος T.Aser 4.1, καρδία Cyr.Al.M.69.1117A.
2 gram. que se refiere a dos personas de los pronombres posesivos por referirse al poseedor y a lo poseído op. μονοπρόσωπος A.D.Pron.17.1, 110.24, como sinón. de παράγωγος D.T.641.4.
3 en teol. crist. de dos personas ref. a la duplicidad de personas en Cristo, Leont.H.Nest.M.86.1572C, ὁ δ. ὄφις ref. a quienes sostienen la duplicidad de personas en Cristo, Eust.Mon.Ep.558.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à double face, à double sens.
Étymologie: δίς, πρόσωπον.
German (Pape)
mit doppeltem Gesicht; ἄγαλμα, des Janus, Hdn. 1.16.6; – zwei Personen bezeichnend, Apoll.Dysc. pron. p. 401.
übertragen, zweideutig, χρησμός, Luc. Iup. Trag. 43.
Russian (Dvoretsky)
διπρόσωπος:
1 двуликий (Ἰανοῦ εἰκών Plut.);
2 двусмысленный (χρησμός Luc.);
3 грам. обозначающий два лица.
Greek (Liddell-Scott)
δῐπρόσωπος: -ον, ἔχων δύο πρόσωπα, Ἡρῳδιαν. 1. 16, 6, ἀμφίβολος, ἀσαφής, Λουκ. Διὶ Τραγ. 43. 2) δύο πρόσωπα σημαίνων, Ἀπολλ. π. Ἀντων. σ. 401.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM διπρόσωπος, -ον)
1. αυτός που έχει δύο πρόσωπα, δύο όψεις
2. ανειλικρινής, δόλιος, πανούργος
αρχ.
1. αμφίβολος, διφορούμενος
2. γραμμ. αυτός που δηλώνει δύο πρόσωπα (για περιπτώσεις τύπων αντωνυμιών που χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν δύο διαφορετικά πρόσωπα του λόγου)
3. το θηλ. ως ουσ. η διπρόσωπος
ονομασία είδους γύψου.
Translations
two-faced
Greek: ανειλικρινής, δίκωλη καυκιά, δίκωλο πινάκι, δίμουρος, διμούτρης, διμούτσουνος, διπλομούτσουνος, διπλοπρόσωπος, διπρόσωπος, υποκριτικός, ύπουλος, φίδι, φίδι κολοβό; Ancient Greek: ἀμφιπρόσωπος, διπρόσωπος; English: two-faced, double-faced, Janus-faced; French: fourbe; German: doppelgesichtig, doppelzüngig, falsch; Hebrew: דּוּ פַּרְצוּפִי; Icelandic: falskur, tvöfaldur; Ido: disimulanta; Italian: a due facce, ipocrita, falso, sleale, doppio, bifronte; Latin: bifrons; Persian: دورو; Polish: dwulicowy; Russian: двуликий, двуличный; Scots: twafauld; Scottish Gaelic: dà-aodannach; Southern Altai: эки јӱстӱ; Swedish: falsk, lömsk, bakslug, opålitlig; Tagalog: doble-kara