δυσέξιτος

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ον,

   A hard to get out of, D.S.3.44 (v.l. δυσδιεξίτητος).

German (Pape)

[Seite 679] wo man schwer herauskommen kann; στόμα κόλπου D. Sic. 3, 44.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέξῐτος: -ον, ὁ ἐξ οὗ δυσκόλως τις ἐξέρχεται, δι. γραφ. ἐν Διοδ. 3. 44.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de atravesar, infranqueable τὸ στόμα de un golfo, D.S.3.44, τὸ πέρας de un país desértico, D.S.3.50, τόπος D.S.16.31.

Greek Monolingual

δυσέξιτος, -ον (Α)
αυτός από τον οποίο δύσκολα εξέρχεται κανείς.