δυσδιεξίτητος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
[ῐτ], ον hard to get through, v.l. in D.S.3.44.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de atravesar ὄρος Synes.Ep.104.
2 irrefutable λόγος Cyr.Al.Dial.Trin.449c.
II adv. -ως de manera difícil de soltarse ἀπαλλάσσεσθαι Sch.Theoc.14.51.
German (Pape)
[Seite 678] schwer durchzugehen, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιεξίτητος: -ον, δι’οὗ δύσκολον εἶνε νὰ διέλθῃ τις, λαβυρινθῶδες καὶ δ. Συνέσ. 246D.
Greek Monolingual
δυσδιεξίτητος, -ον (Α)
αυτός απ' όπου διέρχεται κανείς με δυσκολία («καὶ γὰρ εἰσελθόντι λαβυρινθῶδες ἐστὶ καὶ δυσδιεξίτητον», Συνέσ.).